- νήμα
- το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν)είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ.β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία»)νεοελλ.1. βοτ. το ευκίνητο στέλεχος τού στήμονα τών ανθέων που στην κορυφή του βρίσκεται ο ανθήρας2. αστρον. λεπτότατη ίνα, κατασκευασμένη από διάφορες ύλες, από την οποία σχηματίζεται πλέγμα σε κάθετες και οριζόντιες διευθύνσεις στο εστιακό επίπεδο τών αστρονομικών οργάνων για διευκόλυνση τών μετρήσεων, αλλ. σταυρόνημα3. (ηλεκτρ.) το λεπτό αγώγιμο δύστηκτο σύρμα, που σήμερα κατασκευάζεται από ειδικό κράμμα μετάλλων, τών ηλεκτρικών λαμπτήρων πυράκτωσης4. μτφ. λογικός ειρμός, αλληλουχία, λογική σειρά («το νήμα τών σκέψεων»)5. φρ. α) «νήμα τής στάθμης» — κλωστή από την οποία κρέμεται μικρό μεταλλικό βάρος δίνοντάς της κατακόρυφη διεύθυνση και που χρησιμοποιείται προκειμένου να ελεγχθεί η κατακόρυφος τών τοίχων ή άλλων κάθετων επιφανειώνβ) «νήμα δικτύων» — νήμα το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών αλιευτικών διχτιώνγ) «νήμα εκπομπής»(ηλεκτρον.) νήμα από δύστηκτο μέταλλο καλυμμένο με ειδική ουσία το οποίο έχει μεγάλη ικανότητα εκπομπής ηλετρονίων και χρησιμοποιείται στις ηλεκτρονικές λυχνίες και στους λαμπτήρες φθορισμούδ) «κόπηκε απότομα το νήμα τής ζωής του» — πέθανε ξαφνικά, απροσδόκητανεοελλ.-μσν.θηλειά, βρόχος, παγίδαμσν.-αρχ.το πεπρωμένο, η ειμαρμένη («οὔπω πεπλήρωται τὸ νῆμα αὐτοῡ», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- τού νήθω «γνέθω» + κατάλ. -μα. Οι τ. νέμα και νέμαν είναι ιδιωματικοί].
Dictionary of Greek. 2013.